DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Forestry (2048 entries)
κατάταξη με βάση τη μηχανική αντοχή graduaçăo de tensăo
καταγραφή με κυκλικές δειγματοληπτικές επιφάνειες inspecçăo por locais de amostra circulares
καταγραφικό συντήρησης gravador de serviço
κατάλληλα ξηραμένος devidamente amadurecido
κατάλοιπα υλοτομίας resíduos de exploraçăo
κατάλοιπα υλοτομίας talhadura
καταμέτρηση inspecçăo
καταμέτρηση talha
κατανάλωση ξύλου consumo da madeira
καταράκτης queda de água
καταρράχτης serra de armaçăo
κατάσταση αγαθών estado (da mercadoria)
καταστροφή θηραμάτων danos de caça
κατάστρωμα δρόμου estrada
κατασκευή δασικών δρόμων construçăo de ruas florestais
κατασκευή δρόμων engenharia rodoviária
κατεργασία trabalho da madeira
κατευθυνόμενη ρίψη abate direccional
κατεύθυνση με τον πίσω τροχό conduçăo pela retaguarda
κατηγορία κινδύνου categoria de ameaça