DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Economy (12979 entries)
ηλιακή ενέργεια energia solar
ηλιακός συλλέκτης coletor solar
ηλίανθος girassol
ηλιέλαιο óleo de girassol
ηλικία εκμεταλλεύσεως idade de realização
ηλικία εκμεταλλεύσεως idade explorável
ηλικία εκμεταλλεύσεως idade para exploração
ηλικία μεγίστης αποδοτικότητος idade de explorabilidade absoluta
ηλικιωμένος pessoa idosa
ηλικιωμένος εργαζόμενος trabalhador idoso
ημεδαποί ενδιαφερόμενοι parte nacional interessada
ημεδαποί ιδιώτες που διαμένουν στο εξωτερικό για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους civis nacionais a residirem no estrangeiro por um período superior a um ano
ημεδαποί που είναι εγκατεστημένοι στη χώρα nacionais estabelecidos no país
ημεδαπός όμιλος επιχειρήσεων agrupamento de empresas nacional
ημερα αγοράς dia de mercado
ημέρα γενικού καθορισμού των τιμών dia de cotação oficial
ημερήσια τιμή προσφοράς preço de oferta diário
ημερήσια διάταξη ordem do dia
ημερολογιακό έτος δημοσίευσης του έργου κατόπιν αδείας ano civil em que teve lugar a publicação autorizada
ημερολόγιο πλοίου diário da navegação