DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   <<  >>
Terms for subject Finances (17933 entries)
πάγιο ενεργητικό ativo imobilizado
πάγιο ενεργητικό valor imobilizado
πάγιο ενεργητικό capital fixo
πάγιο κεφάλαιο capital permanente
πάγιο ποσό με μηδενικό δασμό montante fixo de direito nulo
πάγιο πρόστιμο multa fixa
παγιοποιημένη δασμολογική κλάση posição pautal consolidada
παγιοποιημένος δασμολογικός συντελεστής taxa de um direito consolidado
παγιοποιημένος δασμός taxa de um direito consolidado
παγιοποιημένος δασμός της GATT direito consolidado do GATT
παγιοποίηση ; κεφαλαιοποίηση ; αναχρηματοδότηση financiamento
παγιοποιώ ένα πίνακα consolidar uma lista
παγκόσμια αγορά mercado mundial
παγκόσμια δημοσιονομική διακυβέρνηση governação financeira mundial
Παγκόσμια εταιρία διατραπεζικών χρηματοπιστωτικών τηλεπικοινωνιών Sociedade Mundial de Telecomunicações Financeiras Interbancárias
παγκόσμια εισφορά επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών imposto mundial sobre as transações financeiras
παγκόσμια εισφορά επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών taxa mundial sobre as transações financeiras
παγκόσμια εμπειρία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού contexto global de desinflação
Παγκόσμια Ημέρα Δράσης ενάντια στον Καπιταλισμό dia de Ação contra o Capitalismo
Παγκόσμιο Ταμείο Ενεργειακής Απόδοσης και Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας Fundo Mundial para a Eficiência Energética e as Energias Renováveis