DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Economy (12979 entries)
άτομο που έχει εργαστεί με μειωμένο ωράριο σ όλη τη διάρκεια του έτους pessoa a trabalhar a tempo parcial durante todo o ano
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση prestador informal de cuidados
άτυπη μορφή εργασίας trabalho atípico
άτυπη οικονομία economia informal
άτυπος τομέας απασχόλησης sector informal
άτυπος διαγωνισμός ή απευθείας διαπραγματεύσεις concurso informal ou negociações diretas
άτυπος διαγωνισμός ή απευθείας διαπραγματεύσεις concurso limitado ou ajuste direto
ατύχημα κατά τη μεταφορά acidente de transporte
ατυχήματα στο σπίτι acidente doméstico
αvάλυση ευαισθησίας análise de sensibilidade
αβασίλευτη δημοκρατία república
αβέβαιο κέρδος lucro aleatório
Αβρουζία Abruzos
αγαθά της ομάδας "Υπηρεσίες ανακύκλωσης" produtos do grupo recuperação
αγαθά εκτός από μεταφορικά μέσα bens, exceto os meios de transporte
αγαθά επένδυσης bens de equipamento
αγαθά επένδυσης bens de investimento
αγαθά επένδυσης materiais para investimentos
αγαθά επένδυσης meios de produção duráveis
αγαθά και συναλλαγές μη αλλού ταξινομημένα στην ΤΤΔΕ artigos e transações não classificadas noutra secção da CTCI