DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Economy (16036 entries)
απρόβλεπτοι δαπάναι κατασκευής constructional risk
απρογραμμάτιστος χρόνος μη διαθεσιμότητας unplanned down time
απρογραμμάτιστος χρόνος μη διαθεσιμότητας unplanned outage time
απρογραμμάτιστος χρόνος μη διαθεσιμότητας unplanned unavailability time
απροθυμία ανάληψης κινδύνων risk aversion
απροσδόκητες ευεργετικές συνέπειες deadweight effect
απρόσιτη τιμή prohibitive price
απρόσκοπτη διέλευση της ανθρωπιστικής βοήθειας unfettered access for humanitarian aid
απρόσμενο, απροσδόκητο κέρδος windfall gain
απρόσμενο, απροσδόκητο κέρδος windfall profit
απώλεια waste
απώλεια της αγοραστικής δύναμης loss in purchasing power
απώλεια ένεκα επενδυτικού κόστους investment leakage
απώλεια μετά τη συγκομιδή post-harvest loss
απώλεια παραγωγής loss of production
απώλεια πελατείας customer loss
απώλεια σε περίπτωση μη χρήσης use it-or-lose it
απώλεια συγκομιδής crop losses
αρτοποίηση bread-making
αρτοποιήσιμο δημητριακό cereals of bread-making quality