DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (36491 entries)
Μικτή Επιτροπή για τη Συμφωνία Ωρολογοποιίας ΕΟΚ-Ελβετίας; Μικτή Επιτροπή για τη Συμφωνία σχετικά με τα Προϊόντα της Ωρολογοποιίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονο- μικής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας Joint Committee on the Agreement concerning Products of the Clock and Watch Industry between the European Economic Community and the Swiss Confederation
Μικτή Επιτροπή για τη Συμφωνία Ωρολογοποιίας ΕΟΚ-Ελβετίας; Μικτή Επιτροπή για τη Συμφωνία σχετικά με τα Προϊόντα της Ωρολογοποιίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονο- μικής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας Joint Committee on the EEC-Switzerland Clock and Watch Agreement
Μικτή Επιτροπή Ελέγχου για τη Νότια Οσσετία Joint Control Commission for South Ossetia
Μικτή Επιτροπή Επενδύσεων; Μεικτή Eπιτροπή Eπενδύσεων Joint Investment Committee
Μικτή Επιτροπή σε επίπεδο ανώτερων υπαλλήλων Mixed Committee at the level of senior officials
Μικτή Επιτροπή σε επίπεδο Υπουργών Mixed Committee at ministerial level
Μικτή Επιτροπή Συνδέσμου Joint Liaison Committee
μικτή επιχείρηση joint operation
Μικτή Ομάδα Joint Panel
μικτή ομάδα μελέτης joint study group
μικτή σύμβαση mixed contract
μικτή σύμβαση mixed procurement
μικτή συμφωνία mixed-type agreement
μικτή σύνδεση combined connection
μικτή σύνδεση mixed connection
Μικτό Αρχηγείο Joint Headquarters
μικτό οξείδιο ΜΟΧ% %BE BTL mixed oxide
μικτό σώμα δυνάμεων σε μέγεθος τάγματος combined-arms, battalion-sized force
μικτοί επαγγελματικοί κύκλοι μαθημάτων sandwich courses
μικκύλια micelles