DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Insurance (2683 entries)
λαϊκή ασφάλιση ζωής industrial assurance
λαμβάνω μια παροχή receive a benefit
λειτουργική και επαγγελματική επανεκπαίδευση functional rehabilitation
λειτουργική και επαγγελματική επανεκπαίδευση professional rehabilitation
λήξη ταξιδιού termination of adventure
λήξη της υπαγωγής στην ασφάλιση cessation of insurance
λήπτης της ασφάλισης policy holder
λήψη άδειας λειτουργίας authorisation to transact business
λήψη μιας παροχής reception of benefits
λογαριασμός αποθεμάτων ασφαλίστρων premiums trust fund
λογαριασμός διαχείρισης συντάξεων pensions managed fund
λογαριασμός μεταξύ των φορέων adjustment of accounts between institutions
λογιστική ρύθμιση απαιτήσεων και υποχρεώσεων clean cut basis
μαθηματικό απόθεμα mathematical reserve
μαθηματικό αποθεματικό mathematical provision
μακρόχρονη ανικανότητα prolonged disablement
μακρόχρονη ανικανότητα prolonged incapacity for work
μακροχρόνιες εργασίες long-term business
με την προϋπόθεση να γίνει πραγματογνωμοσύνη subject to survey
με τους ίδιους όρους as expiry