DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Transport (46098 entries)
αρχή πτυχίων & αδειών licensing authority
αρχή πολιτικής αεροπορίας aeronautical authority
αρχή πολιτικής αεροπορίας aviation authority
αρχή σήραγγας tunnel mouth
αρχή/υπάλληλος ή επιθεωρητής που διενήργησε τον έλεγχο authority/officer or inspector having carried out the inspection
αρχιεκπαιδευτής θεωρητικών γνώσεων chief theoretical knowledge instructor
αρχιεργάτης γραμμής gang foreman
αρχιεργάτης γραμμής foreman ganger
αρχιεργάτης γραμμής section foreman
αρχίζω την εκφόρτωση break bulk
αρχιθαλαμηπόλος head steward
αρχικά σημεία αναγνωρίσεως primary reference mark
αρχικελευστής chief petty officer
αρχικές σταθερές δαπάνες fixed-step costs
αρχική ταρίφα coordinated fare
αρχική ακτίνα οδοντοτροχού pitch radius
Αρχική άνοδος initial climb
αρχική διάταξη αντικατάστασης για έλεγχο της ρύπανσης original replacement pollution control device
αρχική διάταξη ελέγχου της ρύπανσης original pollution control device
αρχική έκδοση Πιστοποιητικού Αερομεταφορέα initial issue of an AOC