DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Industry (23598 entries)
απόστασις εργασίας saw-blade projection
απόστασις εργασίας saw-plate projection
αποστειρωτής τονομέτρου tonometer sterilizer
αποστιλπνωτικό προϊόν delustring agent
αποστιλπνώνω γυαλί put a matt surface on glass
αποστραγγιζόμενη έκταση area drained
αποστράγγιση sammying
αποστράγγιση wicking
αποστράγγιση surface drainage
αποσάθρωση breaking
αποσβεννυμένη μη συντηρούμενη απόκριση damped transient response
αποσβεννύον επίσωτρο cushion tyre
αποσβεννύον επίσωτρο semi-pneumatic tyre
απόσβεση της ακτινοβολίας από τους υδρατμούς water quench
απόσβεση νερού water quench
αποσιδήρωση de-ironing
αποσιδήρωση de-ironizing
αποσιδήρωση removal of iron
αποσκληρυμένο ελαστικό softened rubber
αποσκωρίαση pickling