Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Chemistry
(20302 entries)
απόσταγμα χημικώς εξουδετερωμένο
chemically neutralized distillate
αποσταγμένο ταλλέλαιο
distilled tall oil
αποστακτικό κέρας με πυθμένα
stop-ended retort
απόσταξη
retorting
απόσταξη του λιθάνθρακα σε χαμηλή θερμοκρασία
low temperature distillation of coal
απόσταξη ασυνεχούς λειτουργίας
batch distillation
απόσταξη για αφαίρεση προϊόντων κορυφής
defronting
απόσταξη ισορροπίας
equilibrium distillation
απόσταξη με υδρατμούς
steam distillation
απόσταξη μεθ' υδρατμών
steam distillation
απόσταξη σε ρεύμα ατμών
carrier vapour distillation
απόσταξη συνεχούς λειτουργίας
continuous distillation
απόσταξη υπό κεvό
vacuum distillation
αποστάξιμη λιπόφιλη ουσία
lipophilic substance
απόσταση ανάμεσα σε δίσκους
plate spacing
απόσταση ανάμεσα σε δίσκους
tray spacing
αποστειρωτική ουσία
sterilant
αποστειρωτική ουσία
sterilisation substance
αποστειρωτικό μέσο
sterilant
αποστειρωτικό μέσο
sterilisation substance
Get short URL