DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Business (550 entries)
Γενικός Διευθυντής Chief executive officer
γεωργικό εισόδημα agricultural income
γραμμάτια πληρωτέα bills of exchange payable
γύρος υποβολής προσφορών bidding round
δανειζόμενος πρώτης κατηγορίας first class borrower
δανειζόμενος πρώτης κατηγορίας high quality borrower
δανειζόμενος πρώτης κατηγορίας premier borrower
δανειζόμενος πρώτης κατηγορίας prime borrower
δανειζόμενος πρώτης κατηγορίας top grade borrower
δανειολήπτης πρώτης τάξης first class borrower
δανειολήπτης πρώτης τάξης high quality borrower
δανειολήπτης πρώτης τάξης premier borrower
δανειολήπτης πρώτης τάξης prime borrower
δανειολήπτης πρώτης τάξης top grade borrower
δεόντως αιτιολογημένος; επαρκώς δικαιολογημένος an explanation of the reasons for it must be given
δεόντως αιτιολογημένος; επαρκώς δικαιολογημένος the reasons therefor must be disclosed
δεσπόζουσα εταιρία dominant company
δευτερεύουσα έννοια secondary meaning
δευτερεύουσα πτώχευση secondary bankruptcy
δευτερεύων συνεταιρισμός' συνεταιρισμός δευτέρου βαθμού second-degree cooperative