DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
πληρώνω κενή θέση fill a vacancy
πληρώνω κενή θέση fill a vacancy, to
πλήρως fully
πλήρως αυτόματο πυροβόλο όπλο automatic firearm
πλήρως αυτόματο πυροβόλο όπλο automatic weapon
πλήρως αυτόματο πυροβόλο όπλο fully automatic firearm
πλήρως αυτόματο πυροβόλο όπλο fully automatic weapon
πλήρωση loading
πλήρωση με νερό water content
πλήρωση με φυσίγγια cartridge loading
πλησίον around
Πλισάρισμα με ατμό Steam pleating
πλοϊμότητα seaworthiness
πλοηγός τύπου SCHOTTEL Schottel navigator
πλοηγώ navigate
Πλοίαρχος Captain
πλοίο αναψυχής pleasure boat
πλοίο επιφανείας surface ship
πλοίο μεταναστών emigrant ship
πλοίο συνοδείας escort vessel