DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Law (15794 entries)
απόφαση του ακυρωτικού που απαγγέλλεται υπέρ του νόμου the setting aside of a judgment following a pourvoi dans l'intérêt de la loi
απόφαση του Δικαστηρίου judgment of the Court of Justice
απόφαση του Δικαστηρίου judgment of the Court
απόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει ρητώς την ύπαρξηνέουγεγονότος judgment of the Court expressly recording the existence of a new fact
απόφαση του εθνικού δικαστηρίου που αναστέλλει τη διαδικασία και παραπέμπειορισμένο ζήτημαστο Δικαστήριο decision of the court or tribunal of a Member State which suspends its proceedings and refers a case to the Court
απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται ότι το Πρωτοδικείο έχει συγκροτηθεί κανονικά ruling by the President of the Court of Justice that the Court of First Instance has been constituted in accordance with law
απόφαση του Πρωτοδικείου κατόπιν ακυρώσεως αποφάσεως και αναπομπής judgment of the Court delivered after its decision has been set aside and the case referred back to it
απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους probation decision
απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους probation order
απόφαση απέλασης expulsion decision
απόφαση απέλασης deportation order
απόφαση απέλασης expulsion measure
απόφαση απόρριψης της αίτησης decision refusing the application
απόφαση ασφαλιστικών μέτρων decision given in summary proceedings
απόφαση για τη θέση στο αρχείο termination decision
απόφαση για την προστασία του εδάφους από απορρίψεις υγρών Decree on protection against waste
απόφαση για προσωρινό δασμό provisional duty decision
απόφαση διαιτησίας arbitral award
απόφαση εκουσίας δικαιοδοσίας decision in ex parte proceedings
απόφαση επί της τριτανακοπής judgment in the third party proceedings