Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Finnish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
R
S
T
U
V
W
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Environment
(14343 entries)
laadunvarmistus
εγγύηση
(διασφάλιση)
ποιότητας
laadunvarmistus
εγγύηση
(διασφάλιση ποιότητας)
laaja kenttä
διευρυμένο πεδίο
laaja suunnattu kenttä
διευρυμένο και ευθυγραμμισμένο πεδίο
laajennettu tuottajan vastuu
διευρυμένη ευθύνη του παραγωγού
laajennusohjelma
πρόγραμμα
(για τη)
διεύρυνση
ς
laajennusohjelma
πρόγραμμα
(για τη)
διεύρυνσης
laajentumispolitiikka
πολιτική διεύρυνσης
laajeta
ύβωμα
laajeta
γήλοφος
laajeta
κυματισμός
laajeta
ύψωμα
laajeta
φουσκοθαλασσιά
laajuuden määrääminen
διαδικασία καθορισμού της εμβέλειας
lääkejäte
Απορρίμματα ιατρικών φαρμάκων
laakeripuu
φρέαρ
laakeripuu
κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα
lääketiede
ιατρική
lääketiede
ιατρική
(επιστήμη)
laakso
φρέαρ
Get short URL