DictionaryForumContacts

   Finnish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S Š T U V WY Z Ž Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Environment (14343 entries)
öljyntuotanto παραγωγή πετρελαίου
öljyntuotanto παραγωγή πετρελαίου (αλυσίδα παραγωγής)
öljyonnettomuuksien maapallonlaajuinen torjuntasopimus διεθνής σύμβαση για την πρόληψη, τη διαχείριση και τη συνεργασία στον τομέα της πετρελαϊκής ρύπανσης
öljyonnettomuuksien maapallonlaajuinen torjuntasopimus Διεθνής Σύμβαση για τη συνεργασία, προετοιμασία και καταπολέμηση της ρύπασνσης από τους υδρογονάνθρακες
öljyonnettomuuksien maapallonlaajuinen torjuntasopimus Διεθνής σύμβαση για την ετοιμότητα, αντιμετώπιση και συνεργασία σε περιστατικά ρύπανσης από το πετρέλαιο
öljypäästö απόρριψη πετρελαίου
öljypitoinen seos πετρελαιοειδές μίγμα
öljypitoisuusmittari μετρητής περιεκτικότητας πετρελαίου
öljypohjainen energia ενέργεια από το πετρέλαιο
öljypohjainen energia ενέργεια από το πετρέλαιο (την καύση πετρελαίου)
öljypuomi εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου
öljyputki αγωγός μεταφοράς πετρελαίου
öljyputki αγωγός μεταφοράς πετρελαίου/πετρελαιαγωγός
öljysaaste πετρελαϊκή ρύπανση
öljysaaste ρύπανση από υδρογονάνθρακες
öljysaaste πετρελαϊκή ρύπανση/ρύπανση από υδρογονάνθρακες
öljysaasteen torjunta ελάττωση της πετρελαϊκής ρύπανσης
öljytankkeri πετρελαιοφόρο
öljytankkeri δεξαμενόπλοιο
öljytankkeri πετρελαιοφόρο/δεξαμενόπλοιο