DictionaryForumContacts

   Finnish Greek
A B C D E F G H IK L M N O PR S Š T U V W X Y Z Ž Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Mineral products (162 entries)
öljyn aiheuttaman meren saastunnan ehkäisemistä koskeva yleissopimus Διεθνής Σύμβαση "περί αποφυγής ρυπάνσεως της θαλάσσης διά πετρελαίου"
paikallisesti hankittu materiaali υλικά τοπικής προέλευσης
peräkorokekansi, peräkoroke επίστεγο (κάσαρο)
peräsintukki άξονας του πηδαλίου; κορμός του πηδαλίου
pitkittäislaipio διάμηκες διάφραγμα
pituus- ja leveyspiirit γεωγραφικοί παράλληλοι και μεσημβρινοί
pohjakosketus προσάραξη
pohjalla elävät lajit καθιστικό είδος
putkisto σωληναγωγός
pysyvät satamalaitteet μόνιμα λιμενικά έργα
pyyhkäisymatkan rajoittama aallokko κατάσταση θαλάσσης που προσδιορίζεται ανάλογα με το ανάπτυγμα κύματος
rahtikaavio σχέδιο φόρτωσης
rakenteellinen runkolisäke πλευρικό δομικό πτερύγιο ευστάθειας
Ranskan merentutkimuslaitos Γαλλικό Ινστιτούτο Ερευνών για την Εκμετάλλευση της Θάλασσας
rekisterinumero αριθμός νηολόγησης
ristiriita (...) tulisi ratkaista kohtuuden mukaan ja kaikkien asianhaarojen valossa η διαφορά θα πρέπει να διευθετείται με βάση την αρχή της "δικαιοσύνης" και τα πραγματικά περιστατικά
suurin mahdollinen ylläpidettävissä oleva tuotto μέγιστη βιώσιμη απόδοση
toimikunta Etelämantereen meren elollisten luonnonvarojen säilyttämiseksi Επιτροπή για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Πανίδας και Χλωρίδας της Ανταρκτικής
toimikunta Etelämantereen meren elollisten luonnonvarojen säilyttämiseksi CCAMLR
tuotto sijoitetulle pääomalle απόδοση επενδύσεως