DictionaryForumContacts

   Finnish Greek
A B C D E FH I J K L M N O PR S Š T U V W X Y Z Ž Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Employment (235 entries)
maallikko ανειδίκευτος εργάτης
marginaalinen työllisyys απασχόληση χαμηλών αποδοχών
marginaalisesti työllistyminen απασχόληση χαμηλών αποδοχών
merenkulkijat ναυτικοί
merenkulkijat ναυτιλλόμενοι
miehistö κατώτερος ναυτικός' ναύτης
mitättömyys αναπηρία
Monitaitoisuuden kehittäminen πολλαπλές δεξιότητες
monotoniset tehtävät μονότονη εργασία
Myötämäärääminen συμμετοχή των εργαζομένων
Neuvonta παροχή συμβουλών
Neuvonta συμβουλευτική
Normaali eläke-ikä κανονική ηλικία συνταξιοδότησης
nuorisotyöllisyysaloite Πρωτοβουλία για την απασχόληση των νέων
oppiaika θέση μαθητευόμενου
Osa-aikaeläke μερική σύνταξη
osa-aikainen työsuhde μερική απασχόληση
osakeoptiojärjestelmä δικαίωμα σε υπαλλήλους να αγοράσουν μετοχές του εργοδότη σε προκαθορισμένη τιμή
Päätoiminen opiskelu σχολική φοίτηση πλήρους ωραρίου
Pakkolomautus διαθεσιμότητα