DictionaryForumContacts

   Finnish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S Š T U V W X Y Z Ž Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Procedural law (595 entries)
yhteiselämää koskeva sopimus αστικό σύμφωνο αλληλεγγύης
yhteiselämän jatkaminen uudelleen συμφιλίωση των συζύγων
yhteiselämän jatkamisen mahdottomuus ισχυρός κλονισμός που βάσιμα καθιστά αφόρητη την εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης
yhteishuoltajuus εκ περιτροπής επιμέλεια
yhteishuoltajuus εναλλασσόμενη επιμέλεια
yhteishuoltajuus κοινή επιμέλεια
yhteishuoltajuus συνεπιμέλεια
yhteishuolto συνεπιμέλεια
yhteishuolto εκ περιτροπής επιμέλεια
yhteishuolto εναλλασσόμενη επιμέλεια
yhteishuolto κοινή επιμέλεια
yhteisö εταιρικό όργανο
yhteisö συλλογικό όργανο
yhteisomistus κοινή περιουσία
yleissopimus toimivallasta, sovellettavasta laista, toimenpiteiden tunnustamisesta ja täytäntöönpanosta sekä yhteistyöstä vanhempainvastuuseen ja lasten suojeluun liittyvissä asioissa Σύµβαση της Χάγης του 1996 σχετικά µε τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρµοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέµατα γονικής µέριµνας και µέτρων προστασίας των παιδιών
yleissopimus toimivallasta, sovellettavasta laista, toimenpiteiden tunnustamisesta ja täytäntöönpanosta sekä yhteistyöstä vanhempainvastuuseen ja lasten suojeluun liittyvissä asioissa Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία ως προς τη γονική ευθύνη και τα μέτρα προστασίας των παιδιών
yleissopimus tuomioistuimen toimivallasta sekä tuomioiden tunnustamisesta ja täytäntöönpanosta avioliittoasioissa Σύμβαση Βρυξελλών ΙΙ
yleissopimus tuomioistuimen toimivallasta sekä tuomioiden tunnustamisesta ja täytäntöönpanosta avioliittoasioissa Σύμβαση σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές