Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Finnish
⇄
Greek
A
B C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
Š
T
U
V
W X
Y
Z Ž Å Ä Ö
<<
>>
Terms for subject
Employment
(235 entries)
Yksitoikkoiset
μονότονη εργασία
yksityisyrittäjä
επιχειρηματίας
yleissopimus, joka koskee julkisen sektorin järjestäytymisoikeuden suojelua ja palvelussuhteen ehtojen määräämismenettelyä
Σύμβαση για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και τις διαδικασίες καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση
ylityö
υπερκόπωση
ylityökorvaus
πληρωμή υπερωριακής απασχόλησης
ylityöllisyys
υπεραπασχόληση
ylityöllisyys
υπερβάλλουσα απασχόληση
ylityöstä korvauksena saatava palkallinen lepojakso
χρόνος ανάπαυσης
(ρεπό)
ως αντιστάθμιση
Ylityövapaa
χρόνος ανάπαυσης
(ρεπό)
ως αντιστάθμιση
Yötyö
νυχτερινή εργασία
Get short URL