DictionaryForumContacts

   Finnish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S Š T U V W X Y Z Ž Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Chemistry (8210 entries)
raakakoristelu διακόσμηση κάτω από το υάλωμα
raakatuhka ολική τέφρα
raaputettu lasite ανακτημένο εφυάλωμα
radikaali ομάδα
radioaktiivinen ksenon ραδιενεργό ξένον
radioaktiivisesti leimattu aine επισημασμένη ουσία
radioaktiivisesti merkitty aine επισημασμένη ουσία
raekuva πορφυρή όψη
raelaatuinen kaliumkloridi κοκκώδες χλωριούχο κάλιο
raerajakorroosion aiheuttama kokonaisten rakeiden irtoaminen διαχωρισμός όλου του κόκκου στην περικρυσταλλική διάβρωση
rafoksanidi ραφοξανίδη
railokulma γωνία εξόλκευσης
raja-alue παραμεθόρια ζώνη
raja-arvo τιμή αποκοπής
raja-arvo τιμή διαχωρισμού
Räjähde Εκρηκτικό·κίνδυνος μαζικής έκρηξης.
Räjähde Εκρηκτικό·σοβαρός κίνδυνος εκτόξευσης.
Räjähde Εκρηκτικό· κίνδυνος πυρκαγιάς, ανατίναξης ή εκτόξευσης.
räjähde εκρηκτική ύλη; εκρηκτικά
räjähdysaine εκρηκτική ύλη; εκρηκτικά