DictionaryForumContacts

   Finnish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S Š T U V WY Z Ž Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Finances (10459 entries)
laadun paraneminen βελτίωση της ποιότητας
laaja indeksi δείκτης ευρείας βάσης
laajeneva kolmio αποκλίνων σχηματισμός
laajennettu HIPC-aloite ενισχυμένη πρωτοβουλία για τις ΥΦΧ
laajennettu palkkionjakojärjestelmä επέκταση του καταμερισμού αμοιβών
laajennettu palkkionjakojärjestelmä σύστημα διευρυμένης κατανομής
laajin kansallisen lainsäädännön mukaan oikeushenkilöllä oleva oikeuskelpoisuus ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από το δικαίο του κράτους μέλους
laatikko ελάχιστη βαθμίδα μεταβολής
laatupiiri κύκλος ποιότητας
läheinen sidonnaisuus στενοί δεσμοί
läheinen sidos Στεν o δεσμοί
läheinen sidos στενοί δεσμοί
läheinen sidos στενός δεσμός
läheisyyden uhka απειλή που συνδέεται με οικειότητα
lähellä kaatumista oleva tai todennäköisesti kaatuva laitos ίδρυμα που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης
lähellä tasapainoa oleva julkinen talous σχεδόν ισοσκελισμένος προϋπολογισμός
lähentymisen korkea taso υψηλός βαθμός σύγκλισης
lähentymisohjelma πρόγραμμα σύγκλισης
lähentymisohjelmien toteuttaminen εφαρμογή των προγραμμάτων σύγκλισης
lähikauppa τοπικό εμπορικό κατάστημα