Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Finnish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
Š
T
U
V
W X
Y
Z Ž Å
Ä
Ö
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(961 entries)
joutuisuuden määritys
εκτίμηση της απόδοσης
joutuisuuden määritysasteikko
βαθμολογική κλίμακα
joutuisuuden määritysasteikko
κλίμακα εκτίμησης
julkinen työnvälitys
δημόσια υπηρεσία απασχόλησης
kaksivuorotyö
εργασία σε δυο βάρδιες
kaksoisohjaus
διπλός έλεγχος
kaksoisura
οικογένεια διπλής σταδιοδρομίας
Kanadan työläisten kongressi
Οργάνωση Εργαζομένων του Καναδά
Kanadan työväenliitto
Καναδική Ομοσπονδία Εργαζομένων
Kansainvälinen työtoimisto
ΔΓE
Kansainvälinen työtoimisto
Διεθνές Γραφείο Eργασίας
kansallinen työllisyyttä koskeva toimintaohjelma
εθνικό πρόγραμμα δράσης για την απασχόληση
kansallinen työvoimatoimisto
Εθνική Υπηρεσία Απασχολήσεως
kansallinen työvoimatoimisto
Οργανισμός Υπερποντίων Κοινωνικών Ασφαλίσεων
kapea-alainen työnsisältö
εργασία με περιορισμένο περιεχόμενο
katkos työurassa
διακοπή της επαγγελµατικής σταδιοδροµίας
kausilomautus
εποχιακή ανεργία
kausityöntekijä
εποχιακά εργαζόμενος
kausityöntekijä
εποχιακός εργάτης
kausityöntekijä
εποχικά απασχολούμενος
Get short URL