Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
Z
<<
>>
Terms for subject
Oil / petroleum
(194 entries)
Erdöl und Schieferöl, unbearbeitet
φυσικόν και ακατέργαστον
(αργόν)
πετρέλαιον και τοιούτον εκ σχιστών
Erdölverkokung
εξανθράκωση πετρελαίου
Eruptionsstopfbüchse
μηχανισμóς πρóληψης έκρηξης
Fackelabblaseventil
πυρσός
fahrbarer Bohrkran
κινητό γεωτρύπανο
fahrbarer Bohrkran
φορητό γεωτρύπανο
Faß
βαρέλι
feste Plattform
θαλάσσιο γεωτρύπανο εδραζόμενο στο βυθό
Feuerfluten
επί τόπου καύση
Feuerfluten
υπόγεια καύση
Filterkuchen
κέικ λάσπης
Filterkuchen
πλακούντας λάσπης
Fischschwanzbohrer
κοπτήρ με δύο λεπίδας
Fischschwanzbohrer
κοπτήρ τύπου ιχθυοουράς
Fischschwanzbohrmeißel
κοπτήρ τύπου ιχθυοουράς
Fischschwanzbohrmeißel
κοπτήρ με δύο λεπίδας
Fischschwanzmeissel
κοπτήρ τύπου ιχθυοουράς
Fischschwanzmeissel
κοπτήρ με δύο λεπίδας
Fischschwanzspitze
κοπτήρ τύπου ιχθυοουράς
Fischschwanzspitze
κοπτήρ με δύο λεπίδας
Get short URL