DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T V W Z Ü   <<  >>
Terms for subject Politics (2761 entries)
aggregiertes Stützungsmaß αθροιστική μέτρηση ενισχύσεων
aggregiertes Stützungsmaß συνολική βασική ενίσχυση
Agrarökonomik γεωργική οικονομία
Agrarökonomik αγροτική οικονομία
Agrarstrukturen γεωργικές διαρθρώσεις
Agrarstrukturen und (die) Entwicklung des ländlichen Raums γεωργικές διαρθρώσεις και αγροτική ανάπτυξη
Agrarwirtschaft αγροτική οικονομία
Akkreditierung πιστοποίηση
Akten der Rechtssache φάκελος της υποθέσεως
Aktionsforschungsprogramm über die örtliche Beschäftigungsentwicklung Πρόγραμμα δράσης για την τοπική ανάπτυξη της απασχόλησης
Aktionsforschungsprogramm über die örtliche Beschäftigungsentwicklung πρόγραμμα δράσης έρευνας σχετικά με την ανάπτυξη της τοπικής απασχόλησης
Aktionsgruppe für Menschenrechte ομάδα δράσης στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων
Aktionsprogramm zur örtlichen Beschäftigungsentwicklung πρόγραμμα δράσης έρευνας σχετικά με την ανάπτυξη της τοπικής απασχόλησης
Alaska Αλάσκα
Alkohol im Strassenverkehr ανάρμοστη οδήγηση κατόπιν κατανάλωσης οινοπνεύματος
Alkohol im Strassenverkehr οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος
Alkoholeinfluss am Steuer οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος
Alkoholeinfluss am Steuer ανάρμοστη οδήγηση κατόπιν κατανάλωσης οινοπνεύματος
alle Massnahmen,welche die Verwirklichung von...gefaehrden koennten κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των...
allgemeine Ausrichtung γενική προσέγγιση