DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Environment (17443 entries)
Erstbewertung προκαταρκτική αξιολόγηση
erste Reinigungsstufe πρωτοβάθμιος καθαρισμός
Erste-Hilfe-Maßnahmen μέτρο παροχής βοήθειας σε περιπτωση έκτακτης ανάγκης
erstellung eines umweltprofils καθορισμός περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών
Ersterzeuger αρχικός παραγωγός
Erstverpackung πρωτογενής συσκευασία
Erstverpackung συσκευασία προς πώληση
Ertrag (landwirtschaftlich) απόδοση
Ertrag (ökonomisch) μέρισμα
Ertrag (landwirtschaftlich) απόδοση (γεωργικής παραγωγής)
Ertrag (ökonomisch) απόδοση/μέρισμα (οικονομία)
Erwachsene ενήλικος
Erwärmung der Erdatmosphäre πλανητική αύξηση της θερμοκρασίας
Erwärmung der Erdatmosphäre υπερθέρμανση του πλανήτη
Erwärmung der Erdatmosphäre Υπερθέρμανση του πλανήτη
erweiterte Herstellerverantwortung διευρυμένη ευθύνη του παραγωγού
Erweitertes Teilabkommen über Massnahmen zur Vorbeugung, zum Schutz und zur Organisierung von Hilfe gegen grössere Natur- und Technologierisiken Ανοικτή Μερική Συμφωνία για την πρόληψη, προστασία και οργάνωση βοήθειας έναντι των μεγάλων φυσικών και τεχνολογικών καταστροφών
Erweiterung des Ozonlochs αύξηση της τρύπας του όζοντος
Erweiterung des Ozonlochs διεύρυνση της τρύπας του όζοντος
Erwerbstätige Bevölkerung ενεργός πληθυσμός