Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ä Ö
Ü
ß
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14916 entries)
die Versorgung sicherstellen
εξασφαλίζει τον εφοδιασμό
die Verteilung des Aufkommens an Kohle und Stahl
η κατανομή των πόρων σε άνθρακα και χάλυβα
die Voraussetzungen,welche dieser Staat fuer seine eigenen Angehoerigen vorschreibt
οι όροι που το Kράτος αυτό επιβάλλει στους δικούς του υπηκόους
die Wettbewerbsfaehigkeit der Unternehmen
η ανταγωνιστικότης των επιχειρήσεων
die Wirtschaft
οικονομικός φορέας
die Wirtschaft
οικονομικοί παράγοντες
die Wirtschaft
οικονομικοί φορείς
die Wirtschaft wächst generell wieder
γενικευμένη ανάκαμψη της οικονομίας
die wirtschaftliche Gesamtlage und die Lage des betreffenden Wirtschaftszweiges
η γενική οικονομική κατάσταση και η κατάσταση του σχετικού τομέως
die wirtschaftliche Lage
η οικονομική κατάσταση
die Zentralafrikanische Republik
Κεντροαφρικανική Δημοκρατία
die Zentralverwaltung binden
δεσμεύω την κεντρική κυβέρνηση
die zur Ausfuhr verkaufte Ware
προϊόν που πωλείται για εξαγωγή προς την Κοινότητα
Diebstahl
κλοπή
dielektrische Durchschlagsfestigkeit
διηλεκτρική αντοχή
dielektrische Eigenschaften
ιδιότητες διηλεκτρικού υλικού
Dienstalter
προϋπηρεσία
Dienstangebot
παροχή υπηρεσιών
Dienste für Viehzüchter in Gemeinschaftsgebieten
υπηρεσίες προς τους κτηνοτρόφους των κοινοτικών περιοχών
Diensteanbieter
ο παρέχων υπηρεσίες
Get short URL