Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ä Ö
Ü
ß
<<
>>
Terms for subject
Business
(587 entries)
ausreichender Kostenvorschuss
επαρκής προκαταβολή εξόδων
Ausschluss
πτωχευτική ανακοπή
Ausschüttung
διανομή; διανέμομαι
ausserordentliche Wertberichtigungen
πρόσθετες
(έκτακτες)
διορθώσεις της αξίας
(των πάγιων στοιχείων)
ausserordentliches Ergebnis nach Steuern
έκτακτα αποτελέσματα μετά την αφαίρεση των φόρων
begebene Schuldverschreibungen
κυκλοφορούντα χρεώγραφα και ομολογίες
begleitende Marke
δεύτερο σήμα, επί του αυτού προϊόντος, ανήκον σε άλλο καταθέτη
beherrschender Einfluss
κυριαρχική επιρροή; δεσπόζουσα επιρροή
beizulegender Zeitwert
λογιστική της εύλογης αξίας
beizulegender Zeitwert
αποτίμηση με την εύλογη αξία
beizulegender Zeitwert
λογιστική αποτίμησης στην εύλογη αξία
Belegenheit der Vermögensgegenstände
τοποθεσία των περιουσιακών στοιχείων
Belegenheit von Vermögensgegenständen
τοποθεσία των περιουσιακών στοιχείων
Benutzungszwang
έμμεση υποχρέωση
(βάρος)
χρησιμοποίησης σήματος
Benutzungszwang
υποχqέωση χρήσης
berufliche Eignungsprüfung
εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας
berühmte Marke
σήμα μεγάλης φήμης
Beschaffenheit
όρος του γερμανικού δικαίου σημάτων αντίστοιχος του ελληνικού "ποιότητα εμπορεύματος"
Beschäftigte
μέλος του προσωπικού που απασχολείται
beschreiende oder deskriptive Zeichen
περιγραφικό σήμα
Get short URL