DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
zuständige Behörde αρμόδιος φορέας
zuständige Dienststelle des Europäischen Parlaments αρμόδια υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
zuständige Einwanderungsbehörde αρχή αμόδια για θέματα μετανάστευσης
zuständige internationale Gremien αρμόδια διεθνή φόρα
zuständige Stelle αρμόδιος φορέας
zuständige Stelle αρμόδια αρχή
zuständige Stelle αρμόδιος οργανισμός
zuständige Stellen des Organs αρμόδιο όργανο
Zuständigkeitsbereich πεδίο αρμοδιότητας
Zustandsaenderung αλλαγή κατάστασης
Zustandsgleichung der Gase καταστατική εξίσωση αερίων
Zustandsüberwachung Παρακολούθηση της κατάστασης
zustimmende Entscheidung zu Beihilfen απόφαση αποδοχής των ενισχύσεων
Zustimmung σύμφωνη γνώμη
Zustimmung zu dem Vertrag durch Referendum έγκριση της Συνθήκης με δημοψήφισμα
Zustimmungsvot....für die Kommission ψηφοφορία για την έγκριση της Επιτροπής
Zustimmungsvotum des Europäischen Parlaments Ψήφος έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Zutaten φιοριτούρες
Zutaten χρησιμοποίηση ωραίων φράσεων
Zuteilungsvorschlag für Nahrungsmittelhilfe πρόταση χορήγησης βοήθειας