Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ä Ö
Ü
ß
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14916 entries)
Pitcairn
Νήσος Πίτκαιρν
Plafond für die Einbuße der relativen Position eines Unternehmens
ανώτατο ύψος για την απώλεια αναλογίας
Plan für die transnationale Entwicklung der Infrastruktur zur Unterstützung von Innovation und Technologietransfer
1983-1985
Σχέδιο για τη δημιουργία,σε διεθνικό επίπεδο,της υποδομής για την υποστήριξη της εισαγωγής νέων μεθόδων και της μεταφοράς τεχνολογίας
1983-1985
Plan zur Gründung eines völlig umstrukturierten Unternehmens
σχέδιο για την ίδρυση πλήρως αναδιαρθρωμένης επιχείρησης
Plan zur Rehabilitation und zur Wiederbelebung der Wirtschaft
σχέδιο αποκατάστασης και ανάκαμψης
Plan zur Stimulierung von europäischer Zusammenarbeit sowie des Austausches von Wirtschaftswissenschaftlern
1989-1992
Σχέδιο τόνωσης της ευρωπαϊκής συνεργασίας και των ανταλλαγών ερευνητών στον τομέα των οικονομικών επιστημών
1989-1992
Plan zur Stimulierung von europäischer Zusammenarbeit und Austausch zwischen Wirtschaftswissenschaftlern
1989-1992
Σχέδιο τόνωσης της ευρωπαϊκής συνεργασίας και των ανταλλαγών ερευνητών στον τομέα των οικονομικών επιστημών
1989-1992
Plan zur Waldbewirtschaftung
πρόγραμμα διαχείρισης των δασών
Plananteil der Nichtverfuegbarkeitszeit
προγραμματισμένος χρόνος μη διαθεσιμότητας
Plankosten
προβλεπόμενο κόστος
Plankosten
πρότυπο κόστος
Plankostenrechnung
προϋπολογισμός δαπανών έργου
Plankton
πλαγκτόν
Planung der Betriebswiederherstellung
προγραμματισμός επιχειρησιακής ανάπτυξης
Planungsbüro
εταιρεία μελετών
Planungsjahr
έτος μελέτης
Planungsjahr
έτος σχεδίου
Planungskosten
κόστος προγράμματος
Planungskosten
κόστος σχεδίου
Planwirtschaft
οικονομία κεντρικού σχεδιασμού
Get short URL