Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ä Ö Ü ß
<<
>>
Terms for subject
Environment
(17443 entries)
Persistenter organischer Schadstoff
ανθεκτικός οργανικός ρύπος
persistenter organischer Schadstoff
έμμονος οργανικός ρύπος
persistentes Schädlingsbekämpfungsmittel
ανθεκτικό παρασιτοκτόνο
Persistenz
ανθεκτικότητα
Persistenz
διατήρηση
Persistenz
εμμονή
Persistenz
επιμονή
Persistenz
μεταίσθημα
Persistenz
ανθεκτικότητα/εμμονή/επιμονή/μεταίσθημα/διατήρηση
Persistenz
υψηλή υπολειμματική δράση 2. ανθεκτικότητα
(στο περιβάλλον)
Personendosis
ισοδύναμη προσωπική δόση
Personenkonto
λογαριασμός αποθέματος προσώπων
Personenkraftwagen
αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως
Personenkraftwagen
Ι.Χ.
Personenkraftwagen
ΙΧ
Personenkraftwagen
αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως/Ι.Χ.
Personennahverkehr
τοπική συγκοινωνία
Personennahverkehr
τοπική υπηρεσία εξυπηρέτησης
Personennahverkehr
τοπική συγκοινωνία/τοπική υπηρεσία εξυπηρέτησης
Personenverkehr
επιβατικές μεταφορές
Get short URL