Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ä Ö
Ü
ß
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14916 entries)
öffentlich unterstützte Finanzierung
δημόσια χρηματοδότηση με σταθερό επιτόκιο
öffentlich zur Zeichnung auffordernde Unternehmen
εταιρείες εισηγμένες στο χρηματιστήριο' εισηγμένη εταιρία
öffentlich-private Partnerschaft
σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού τομέα
öffentlich-private Partnerschaft
σύμπραξη / κοινοπραξία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
öffentlich-rechtliche Bank
δημόσια τράπεζα
öffentlich-rechtliche Einrichtung
δημόσιος οργανισμός
öffentlich-rechtliche Versicherung
δημόσια ασφάλιση
öffentliche Anhörung
δημόσια ακρόαση
öffentliche Anleihe
δημόσιο δάνειο
öffentliche Auftragsvergabe
ανάθεση σύμβασης με δημοπρασία
öffentliche Ausgabe
δημόσια δαπάνη
öffentliche Bibliothek
δημόσια βιβλιοθήκη
öffentliche Dienststelle
δημόσια υπηρεσία
öffentliche Entwicklungsfinanzierung
επίσημες ενισχύσεις για έργα ανάπτυξης
öffentliche Entwicklungshilfe
Επίσημη Αναπτυξιακή Αρωγή
öffentliche Entwicklungshilfe
δημόσια αναπτυξιακή βοήθεια
öffentliche Erklärung
δημόσια δήλωση
öffentliche Finanzen
δημόσια οικονομικά
öffentliche Finanzierung
δημόσια χρηματοδότηση
öffentliche Finanzierungshilfe
δημόσια χρηματοδοτική στήριξη
Get short URL