DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
Hilfsgenerator βοηθητική ηλεκτρογεννήτρια
Hilfskessel βοηθητικός ατμολέβης
Hilfskesselanlage εγκατάσταση βοηθητικού ατμολέβητα
Hilfskräfte επικουρικοί υπάλληλοι
Hilfskreislauf βοηθητικό κύκλωμα
Hilfspersonal βοηθητικό προσωπικό
Hilfspersonal επικουρικοί υπάλληλοι
Hilfsprogramm der Europäischen Union zur Unterstützung der Palästinensischen Autonomiebehörde bei ihren Bemühungen zur Bekämpfung terroristischer Aktivitäten, die von den unter ihrer Kontrolle stehenden Gebieten ausgehen πρόγραμμα βοηθείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη στήριξη της παλαιστινιακής αρχής στις προσπάθειές της να αντιμετωπίσει τις τρομοκρατικές ενέργειες στα εδάφη υπό τον έλεγχό της
Hilfsspruehleitung γραμμή βοηθητικού ψεκασμού
Hilfstür πλευρικά διατεταγμένη πόρτα
Hill System σύστημα Hill
hinausgeschobenes Höchstalter παράταση του ορίου ηλικίας
hinausgeschobenes Hoechstalter παράταση του ορίου ηλικίας
hindern απαγορεύω
Hindernisanzeiger ενδείκτης εμποδίων
Hindi χίντι
Hinterbliebenenversorgungsberechtigter δικαιούχος συντάξεως επιζώντων
Hintergrund ιστορικό
Hintergrundinformation ιστορικό
Hinterleinwand-Projektion οπίσθια προβολή