DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
Gemeinderat Κοινοτική Εκτελεστική Επιτροπή
Gemeinderat Συνοικιακή Εκτελεστική Επιτροπή
Gemeinderatsmitglied Μέλος του Συμβουλίου Δήμου
Gemeinderatsvorsitzender Πρόεδρος του Συμβουλίου Δήμου
Gemeinderatsvorstand Προεδρείο του Συμβουλίου Δήμου
Gemeindeverband ένωση τοπικής αυτοδιοίκησης
Gemeindeverband ένωση κοινοτήτων
Gemeindeversammlung Κοινοτικό Συμβούλιο
Gemeindeversammlung Συνοικιακό Συμβούλιο
Gemeindeversammlung Συνέλευση πόλης
Gemeindeverwaltung δημοτική διοίκηση
Gemeindevorstand ο κοινοτάρχης και οι κοινοτικοί
Gemeindewahlen δημοτικές εκλογές
Gemeingefährlichkeit κοινωνική επικινδυνότητα
Gemeinsam finanziertes Forschungsprogramm 1985-1987 für Reaktorsicherheit Ερευνητικό πρόγραμμα δράσης με από κοινού χρηματοδότηση για την ασφάλεια των αντιδραστήρων 1985-1987
gemeinsam zuordnen συνεγκαθιστώ
gemeinsam zuordnen τοποθετώ δίπλα σε [κάτι, κάποιον]
gemeinsame Absichtserklärung κοινή δήλωση πρόθεσης
Gemeinsame afrikanisch-mauritische Organisation Κοινή αφρικανική και μαυρικιανή ένωση
gemeinsame Aktion παράλληλη απόφαση