DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S TV W X Y Z Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Law (20234 entries)
ersuchendes Gericht αιτούν δικαστήριο
ersuchte Behörde αποδέκτρια αρχή
ersuchte Behörde αρμόδια αρχή
ersuchte Behörde αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση
ersuchte Vertragspartei συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση
ersuchtes Gericht δικαστήριο εκτελέσεως
ertastbares Warnzeichen ανάγλυφη προειδοποίηση κινδύνου
erteilen χορηγώ
erteilen απονέμω
erteilen παραχωρώ
Erteilung der Aufenthaltserlaubnis χορήγηση άδειας παραμονής
Erteilung der Aufenthaltsgenehmigung χορήγηση άδειας παραμονής
Erteilung der Patente mit einem zeitweiligen Veroeffentlichungsverbot χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συνοδευομένων από προσωρινή απαγόρευση δημοσιεύσεως
Erteilung der Vollstreckungsklausel εκτελεστήριος τύπος
Erteilung des EWG-Prüfzeichens χορήγηση του σήματος ΕΟΚ
Erteilung eines Auszugs aus dem Register έκδοση αποσπάσματος από το μητρώο
Erteilung eines Sichtvermerks χορήγηση θεώρησης
Erteilung eines Sichtvermerks χορήγηση θεώρησης εισόδου
Erteilung eines Visums χορήγηση θεώρησης εισόδου
Erteilung eines Visums χορήγηση θεώρησης