DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T V W Y Z Ü   <<  >>
Terms for subject Economy (14916 entries)
Erdölindustrie πετρελαιοβιομηχανία
Erdölpolitik πετρελαϊκή πολιτική
Erdölproduktion παραγωγή πετρελαίου
Erdölraffination διύλιση πετρελαίου
Erdölsuche έρευνα πετρελαίων
Erdöltechnologie τεχνολογία πετρελαίου
Erfindung εφεύρεση
ergänzende Finanzierung συμπληρωματική χρηματοδότηση
ergänzende produktbezogene Beihilfe συμπληρωματική ενίσχυση για τα προϊόντα
ergänzender Mechanismus συμπληρωματικός μηχανισμός
Ergänzung zur Programmplanung συμπληρωματικός προγραμματισμός
Ergänzungsabkommen συμφωνία συμπληρωματικότητας
Ergänzungsleistung επικουρικό επίδομα
Ergänzungsprodukt συμπληρωματικό προϊόν
Ergebnis des Geschäftsjahres αποτελέσματα χρήσεως
ergebnisorientiertes Haushalten προϋπολογισμός με γνώμονα τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα
ergebnisorientiertes Haushaltsverfahren προϋπολογισμός με γνώμονα τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα
Ergebnisprämien,Produktivitätszuschläge έκτακτες αποδοχές με βάση την αποδοτικότητα ή τα κέρδη
Erhaltung der Fischbestände διατήρηση των αλιευτικών πόρων
Erhaltung der Kaufkraft διατήρηση της αγοραστικής δύναμης