DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S TV W X Y Z Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Marketing (3233 entries)
Einfuhrregelungen καθεστώτα εισαγωγής
Einfuhrselbstbeschränkungsregelung καθεστώς αυτοπεριορισμού των εισαγωγών
Einfuhrsubvention επιδότηση κατά την εισαγωγή
Einfuhrtoleranz-Grad περιθώρια ανοχής κατά την εισαγωγή
Einführungsseminar σεμινάριο κατά του άγχους
Einführungsseminar σεμινάριο ξεκούρασης
Einfuhrverkehr κυκλοφορία για εισαγωγές
Einfuhrverkehr κυκλοφορία εισαγωγών
Einfuhrware εμπορεύματα εισαγωγής
Eingang abgeschriebener Forderungen είσπραξη επισφαλών απαιτήσεων
eingebaute Kontrollen ενσωματωμένοι έλεγχοι
eingeforderte ausstehende Einlagen απαίτηση πληρωμής ληξιπρόθεσμης εισφοράς
Eingehen einer Verpflichtung δέσμευση
eingehende Beurteilung der entwicklungspolitischen Bedeutung des Kredits πλήρης ποιοτική αξιολόγηση της βοήθειας
eingelöst εξωφλήθη
eingeschränkter Bestätigungsvermerk άνευ γνωμοδότησης
eingetragene Marke σήμα κατατεθέν
eingezahlter Anteil καταβαλλόμενη μετοχή
einheitliche Dienstleistungen καταλληλότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών
einheitliches Dokument für die gemeinschaftliche Überwachung ενιαίο έγγραφο κοινοτικής επιτήρησης