Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ä Ö Ü ß
<<
>>
Terms for subject
Oil / petroleum
(194 entries)
Gas zur Reforming-Wasserstoffbehandlung
αέριο από αναμόρφωση με υδρογονοκατεργασία
Gas zur Reforming-Wasserstoffbehandlung
αέριο μονάδας υδρογονοκατεργασίας αναμόρφωσης
gasfoermiger Erdoelschnitt
αέριο κλάσμα πετρελαιοειδούς
Gasöl
πετρέλαιο εσωτερικής καύσης/ντίζελ
Gasölkraftstoff
πετρέλαιο μηχανών εσωτερικής καύσης
gerichtetes Bohren
κατευθυνόμενη διάτρηση
gerichtetes Bohren
διάτρηση υπό γωνία
Gewinnung und Verarbeitung fluessiger Brennstoffe
εξόρυξη και διύλιση υγρών καυσίμων
Grundöl
βασικό προϊόν
herbes Rohöl
αργό πετρέλαιο τύπου sour
Horizontalbohrung
οριζόντια διάτρηση
horizontale Bohrung
οριζόντια διάτρηση
horizontales Bohren
οριζόντια διάτρηση
Hubinsel
αυτοανυψούμενη εξέδρα
hydrierendes Cracken
υδροπυρόλυση
Hydrocracken
υδρογονική πυρόλυση
Hydrocracken
υδρογονοπυρόλυση
Hydrocracken
υδρογονωτική πυρόλυση
Hydrocracken
υδροπυρόλυση
Hydrokrack-Reaktor
αντιδραστήρας υδρογονοπυρόλυσης
Get short URL