Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ä Ö Ü ß
<<
>>
Terms for subject
General
(24000 entries)
Doppelausrüstung
πλεοναστικός εξοπλισμός
Doppelfunktion
διττή αρμοδιότητα
Doppelfunktion
διπλό αξίωμα
Doppelfunktion
διπλή ιδιότητα
Doppellinien-Gehäuse
ολοκληρωμένο κύκλωμα με ακροδέκτες σε διπλή σειρά
Doppellinien-Gehäuse
συσκευασία με δύο σειρές ακροδεκτών
Doppelnull-Raps
κραμβόσποροι "διπλό μηδέν"
Doppelnull-Raps
κραμβόσποροι "00"
Doppelnullsorte
κραμβόσποροι "διπλό μηδέν"
Doppelnullsorte
κραμβόσποροι "00"
Doppelreihen-Gehäuse
συσκευασία με δύο σειρές ακροδεκτών
Doppelreihen-Gehäuse
ολοκληρωμένο κύκλωμα με ακροδέκτες σε διπλή σειρά
Doppelschlüssel-Kontrolle
Σύστημα του "διπλού κλειδιού"
doppelseitig offener Bruch in der groessten Hauptkuehlmittelleitung
αμφίπλευρη ρήξη στην μεγαλύτερη σωλήνα ψυκτικού του αντιδραστήρα
doppelt einsetzbare Technologie
τεχνολογία διπλής χρήσης
doppelt einsetzbare Technologie
τεχνολογία διπλής σκοπιμότητας
doppelte Artikulation
διπλή άρθρωση
doppelte Artikulation
διπλή διάρθρωση
doppelte einfache Mehrheit
διπλή απλή πλειοψηφία
doppelte einfache Mehrheit
διττή απλή πλειοψηφία
Get short URL