DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Environment (17443 entries)
bleiauflösend που διαλύει το μόλυβδο
Bleibatterien Μπαταρίες μολύβδου
bleibt unübersetzt Μελέτη σκοπιμότητας
Bleich-Fixier-Lösung διάλυμα ξεπλύματος-σταθεροποιητής
Bleicherde λευκαντική άργιλος
Bleichloesungen und Bleich-Fixier-Loesungen Διαλύματα ξεπλύματος και διαλύματα ξεπλύματος σταθεροποιητή
Bleichmittel λευκαντική ουσία
Bleichmittel λευκαντικό
Bleichschlaemme aus anderen Bleichprozessen Λάσπες λεύκανσης από άλλες διεργασίες λεύκανσης
Bleichschlaemme aus Hypochlorit- und Chlorbleiche Λάσπες λεύκανσης από διεργασίες υποχλωριώδης και χλωρίου
Bleichschlamm λάσπη λεύκανσης
Bleichsoda λευκαντική σόδα
Bleichverfahren διαδικασία λεύκανσης
Bleifreies Benzin αμόλυβδη βενζίνη
Bleigehalt des Benzins περιεκτικότητα της βενζίνης σε μόλυβδο
bleihaltiger Antiklopfmittelschlamm ιλύες αντικροτικών ενώσεων του μολύβδου
Bleiverbindung ένωση μολύβδου
Bleivergiftung in akuter und in remittierender Phase δηλητηρίαση με μόλυβδο σε οξεία φάση και σε φάση ύφεσης
Bleiverseuchung μόλυνση μολύβδου
Blister κυψέλη