Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ä Ö
Ü
ß
<<
>>
Terms for subject
Law
(20234 entries)
Benzo-
a
-Pyren
βενζο-α-πυρένιο
Beobachtungsgremium für Rechtsfragen
Ομάδα παρατηρητών για νομικά θέματα
beraten
συσκέπτομαι με κάποιον πάνω σ'ένα θέμα
beratende Aufgaben
συμβουλευτικό καθήκον
beratende Stimme
συμβουλευτική γνώμη
beratender Ausschuß aus Vertretern der regionalen und lokalen Gebietskörperschaften
επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους των οργανισμών τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης
Beratender Ausschuss fuer die Mehrwertsteuer
Συμβουλευτική Eπιτροπή Φόρου Προστιθέμενης Aξίας
Beratender Ausschuss fuer die Mehrwertsteuer
Συμβουλευτική Eπιτροπή για το Φόρο Προστιθέμενης Aξίας
Beratender Ausschuss für das Gnadenrecht
Συμβουλευτική Επιτροπή για την Απονομή Χαρίτων
Beratender Ausschuss für den Binnenmarkt
Συμβουλευτική Επιτροπή συντονισμού στον τομέα της κοινής αγοράς ; Συμβουλευτική Επιτροπή "Εσωτερική Αγορά"
Beratender Ausschuss für Koordinierung im Bereich des Binnenmarktes
Συμβουλευτική Επιτροπή συντονισμού στον τομέα της κοινής αγοράς ; Συμβουλευτική Επιτροπή "Εσωτερική Αγορά"
Beratender Ausschuss für Unternehmenszusammenschlüsse
Συμβουλευτική επιτροπή συγκεντρώσεων
beratender Auswahlausschuss
συμβουλευτική επιτροπή επιλογής
Beratender EWR-Ausschuss
Συμβουλευτική Επιτροπή του ΕΟΧ
Beratender Währungsausschuß
Νομισματική Επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρα
Beratender Währungsausschuß
Νομισματική επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρα
Beratung
διάσκεψη
Beratung
συνδιάσκεψη
Beratung
συνεδρίαση
Beratungen
διάσκεψη
Get short URL