Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ä Ö Ü ß
<<
>>
Terms for subject
Environment
(17443 entries)
Behelfsunterkunft
προσωρινό καταφύγιο
Behinderter
μειονεκτούν άτομο
Behinderter
άτομο με ειδικές ανάγκες
Behinderter
μειονεκτούν άτομο/άτομο με ειδικές ανάγκες
(ΑΜΕΑ)
Behörde
αρμόδιος φορέας
Behörde
διοικητικό όργανο
Behörde
προϊσταμένη αρχή
Behörde
αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανο
Behördliche Kontrolle
κανονιστικός έλεγχος
behutsame Nutzung des Naturpotenzials
συνετή εκμετάλλευση των φυσικών πόρων
behutsame Nutzung des Naturpotenzials
συνετή χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων
bei den aelteren Gleichrichterrohren bestand der Kolben aus Kalkglas
Παλαιότερες ανορθωτικές λυχνίες αποτελούνταν από ένα κάλυμμα από ασβεστύαλο.
bei der Erdölförderung anfallender Rückstand
υπόλειμμα πετρελαϊκής εκμετάλλευσης
bei der Verbrennung von Motoroelrueckstaenden wird Blei emittiert
κατά την καύση των καταλοίπων μηχανελαίων εκπέμπεται μόλυβδος
bei diesem Detektor wurden Messingplaettchen als Kollimator verwandt
Ορειχάλκινες πλάκες χρησιμοποιήθηκαν σαν κατευθυντήρες για τον ανι-χνευτή.
Beifang
παρεμπίπτον αλίευμα
Beifang
παραλίευση
Beigeschmack
παραμένουσα γεύση
Beihilfe für den Umweltschutz
ενίσχυση υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος
Beihilfe für Flächenstilllegung zu Zwecken des Umweltschutzes
ενισχύσεις για την εγκατάλειψη γαιών για περιβαλλοντολογικούς σκοπούς
Get short URL