DictionaryForumContacts

   German Greek
A BD E F G H I J K L M NPR S T U V W X Y Z Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Demography (336 entries)
Bodenumgestaltung ένταξη στο σχέδιο πόλεως
Bodenvorrat δεσμευμένη περιοχή
Bruttoreproduktionsrate συνολικό ποσοστό γονιμότητας
Buschmannohr αυτί της φυλής Busch
Dame γυναίκα
demografischer Übergang μεταβατική δημογραφική περίοδος
demographische Transition μεταβατική δημογραφική περίοδος
Dienstwohnung υπηρεσιακό κατάλυμα
eheliche Fruchtbarkeitsrate ποσοστό οικογενειακής γονιμότητας
eheliche Fruchtbarkeitsrate ποσοστό συζυγικής γονιμότητας
eheliche Fruchtbarkeitsziffer ποσοστό νόμιμης γονιμότητας
Eigenbewirtschaftung αυτοδιαχείριση
Eigenheimbesitzer ιδιοκατοικών
Eigentumsbildung κτήση κυριότητας
Eigentumserwerbung κτήση κυριότητας
Eigentumsgewinnung κτήση κυριότητας
Eigentumsgrenze όριο ιδιοκτησίας
Eigentumsverhältnisse σχέσεις ιδιοκτησίας
eine Wohnung beschaffen παρέχω στέγαση
eine Wohnung beschaffen εξασφαλίζω κατάλυμα