Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ä Ö Ü ß
<<
>>
Terms for subject
Mechanic engineering
(22491 entries)
Becher
κύπελλο
Becher
καδίσκος
becherfoermige Schaufel
σκαφίδιο σε σχήμα κοχυλιού
Becherwerk
αλυσίδα που φέρει μικρά δοχεία
Becherwerkkopf
κεφαλή αναβατορίου
Becherwerkkopf
κεφαλή ανυψωτήρα
Becherwerklader
φορτωτής με κουβά
Becken für Rückstände
δεξαμενή υποδοχής απορριμάτων
Beckenreinigungs/pumpe
αντλία καθαρισμού δεξαμενής
Bedarfsschmierung
λίπανση ανάλογα με τις ανάγκες
Bedarfssteckdose
σύνδεσμος εξυπηρέτησης
Bedeckungsgrad
στιβαρότητα
Bedeckungsgrad
συντελεστής στιβαρότητας
Bedieneinheit
λειτουργικός πίνακας
Bedienelement
στοιχείο χειρισμού
Bedienelement
χειριστήριο
Bediengerät
πίνακας ελέγχου
Bediengerät
πινακίδιο ελέγχου
Bediengerät
συσκευή ελέγχου
Bediengerät für Radar
πίνακας χειρισμού ραντάρ
Get short URL