Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ä Ö
Ü
ß
<<
>>
Terms for subject
Energy industry
(2146 entries)
Alleinabnehmer
μοναδικός αγοραστής
alleinoperierendes Energiesystem
αυτόνομο σύστημα παραγωγής ενέργειας
ältere Braunkohle
παλαιός λιγνίτης
alternative Energiequellen
εναλλακτική πηγή ενέργειας
alternative Energiequellen
υποκατάστατες πηγές ενέργειας; υποκατάστατες μορφές ενέργειας
Alternativenergien
υποκατάστατες πηγές ενέργειας; υποκατάστατες μορφές ενέργειας
alternativer Brennstoff
υποκατάστατο καύσιμο
Altmetall
θράυσματα
ALURE-Programm
Λατινική Αμερική - Βέλτιστη χρησιμοποίηση των ενεργειακών πόρων
Amt für Euratom-Sicherheitsüberwachung
Υπηρεσία Ελέγχου Διασφαλίσεων Ευρατόμ
Amt für Stromversorgung der kroatischen Republik
οργανισμός ηλεκτρικής ενέργειας της Δημοκρατίας της Κροατίας
an das Verbundnetz angeschlossenes Kraftwerk
ηλεκτροπαραγωγός σταθμός διασυνδεδεμένος με το δίκτυο
Andreau Depressionssystem
ανεμογεννήτρια Andreau Enfield
Andreau Enfield Cables-Anlage
ανεμογεννήτρια Andreau Enfield
Angabe von Gründen
αιτιολογική έκθεση
Anlage mit gegenläufigen Doppelrotoren
ανεμογεννήτρια με αντιθέτως περιστρεφόμενα πτερύγια
Anlage mit kombiniertem Prozess
σταθμός ηλεκτροπαραγωγής συνδυασμένου κύκλου
Anlage zur Brennstoffherstellung und Aufarbeitung
μονάδα παρασκευής και επεξεργασίας καυσίμου
Anlage zur Methanumwandlung mit Wasserdampf
μονάδα αναμόρφωσης μεθανίου με ατμό
Anlage zur sofortigen Warmwasserbereitung
μονάδα στιγμαίας παραγωγής ζεστού νερού για οικιακή χρήση
Get short URL