Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ä Ö Ü ß
<<
>>
Terms for subject
Coal
(2267 entries)
Abteufe
κατώτατο σημείο φρέατος
Abtreiber
μηχάνημα διαχωρισμού αμμωνίας
abtun
προκαλώ έκρηξη
abtun
εξορύσσω
Abtun der Schüsse
πυροδότηση
aeussere Kranzloecher
εξωτερικός στοίχος διατρημάτων
aeusserer Zuendsatz
μίγμα ανάφλεξης
Agglomerieren von Pulvern
συσσωμάτωση των σκονών
aktivierte Bleicherde
ενεργοποιημένος άργιλος
aktivierte Erde
ενεργοποιημένη γη
aktivierte Kieselgur
ενεργοποιημένη πυριτική γη
aktivierter Bauxit
ενεργοποιημένος βωξίτης
aktivierter Perlit
ενεργοποιημένος περλίτης
aktivierter Ton
ενεργοποιημένος άργιλος
Alabastrit
αλαβαστρίτης
Alabastrit
γυψώδης αλάβαστρος
alle Bergeeinlagerungen mit einer Bohrung erreichen
προσβολή όλων των ανθρακαποθηκών μ'ένα μοναδικό διάτρημα έγχυσης
als Sekundaerluft wird staubhaltige Luft verwendet
ως δευτερεύων αέρας χρησιμοποιήθηκε αέρας επιφορτισμένος με κόνι
Alter Mann
κενό της εκμετάλλευσης
Alterung
γηρασμός
Get short URL