DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
Arbeitsbereitschaft υποχρέωση επιφυλακής
Arbeitsdateien αρχείο δεδoμέvωv εργασίας
Arbeitsdokument έγγραφο στο οποίο αναπτύσσεται προβληματισμός
Arbeitsdokument der Dienststellen der Kommission έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής
Arbeitseinheit für die terroristische Bedrohungsanalyse Μονάδα πληροφοριών για τρομοκρατική απειλή
Arbeitsessen γεύμα εργασίας
Arbeitsgemeinschaft Deutsche Latein-Amerika-Forschung Γερμανικός Ομιλος Ερευνών για την Λατινική Αμερική
Arbeitsgemeinschaft Sozialdemokratischer Frauen Εργατική Κοινότητα Σοσιαλδημοκρατικών Γυναικών
Arbeitsgemeinschaften προσωρινές ενώσεις (επιχειρήσεων)
Arbeitsgruppe σεμινάρια υπό μορφήν "εργαστηρίων"
Arbeitsgruppe " Haemodynamik und Technologie " Ομάδα "Αιμοδυναμική και Τεχνολογία"
Arbeitsgruppe "Abkommen von Helsinki" Ομάδα εργασίας "Συμφωνία του Ελσίνκι"
Arbeitsgruppe "ÅFÔÁ" Ομάδα Εργασίας"ΕΖΕΣ"
Arbeitsgruppe "Afrika" Ομάδα εργασίας "Αφρική"
Arbeitsgruppe "AIDS" Ομάδα εργασίας "AIDS"
Arbeitsgruppe "Anhängige Vorschläge" Ομάδα Εργασίας "Εκκρεμούσες προτάσεις"
Arbeitsgruppe "Anstieg des Meeresspiegels" Ομάδα εργασίας "΄Ανοδος της στάθμης της θάλασσας"
Arbeitsgruppe "Anwendung der Einheitlichen Akte" Ομάδα Εργασίας "Εφαρμογή της Ενιαίας Πράξης"
Arbeitsgruppe "Anwendung der Verträge über die interinstitutionellen Beziehungen" Ομάδα Εργασίας "Εφαρμογή των Συνθηκών και Διοργανικές Σχέσεις"
Arbeitsgruppe "ASEAN" Ομάδα εργασίας "ANASE"