Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ä Ö Ü ß
<<
>>
Terms for subject
General
(24000 entries)
Entladeabbrand
κατανάλωση πυρήνων του εκφορτιζομένου πυρηνικού καυσίμου
Entladeflugplatz
αερολιμένας αποβιβάσεως
Entlademaschine
μηχανισμός εξαγωγής πυρηνικού καυσίμου
entladen
αποβάλλω
entladen
εκκενώνω
entladen
εκφορτίζω
Entladen
εκφόρτιση
Entladen eines Brennelementkanals unter Last
εκκένωση ενός καναλιού υπό φορτίον
Entladen von Plutonium
εκφόρτιση του πλουτωνίου
Entladezone
περιοχή εκφορτίσεως αντιδραστήρα
Entladung
εκφόρτιση
Entladungsabbrand
κατανάλωση πυρήνων του εκφορτιζομένου πυρηνικού καυσίμου
Entlassung von Amts wegen
της παύσεως
Entlassungsantrag
επιστολή παραίτησης
Entlastung einer bedrohten Einheit
απεμπλοκή απειλούμενης μονάδας
Entleeren
πιέζω προς τα έξω
entleerter Brennelementkanal
εκκενωθέν κανάλι
Entleerungsleitung
στραγγιστικός σωλήνας
entlehnen
αντιγράφω από
entlehnen
δανείζομαι από
Get short URL