Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ä Ö
Ü
ß
<<
>>
Terms for subject
Law
(20234 entries)
zahlendes Mitglied
μέλος με υποχρέωση καταβολής εισφοράς
Zahlung
εξόφληση
Zahlung der fälligen Beträge
καταβολή καθυστερημένων οφειλών
Zahlung der Rückstände
καταβολή καθυστερημένων οφειλών
Zahlung einer Ausgleichsentschaedigung
αντισταθμιστικό επίδομα
Zahlung einer Ausgleichszulage
αντισταθμιστικό επίδομα
Zahlung einer Geldsumme
πληρωμή χρηματικού ποσού
Zahlung einer Zuschlagsgebühr
καταβολή προσθέτου τέλους
Zahlung im Konzernverband
πληρωμή εντός του ομίλου
Zahlung,die den Verkaufspreis einer Ausrüstung ausmacht
καταβολή που συνιστά την τιμή πώλησης ενός εξοπλισμού
Zahlungsaufforderung
διαταγή αναγκαστικής εκτέλεσης
Zahlungsaufschub
αναστολή' δικαιοστάσιο' χρεωστάσιο
Zahlungsausfall
αδυναμία πληρωμής
Zahlungsausfall
παράλειψη οφειλέτου
Zahlungsbefehl
διαταγή πληρωμής
Zahlungseinstellung
διακοπή πληρωμών
Zahlungseinstellung
πτωχευτικές εργασίες
zahlungsunfähig
αναξιόχρεος
zahlungsunfähig
αφερέγγυος
Zahlungsunfähigkeit
παύση πληρωμών
Get short URL