Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ä Ö Ü ß
<<
>>
Terms for subject
Demography
(336 entries)
Werkswohnung
κατοικία εργαζομένων επιδοτούμενη από τον εργοδότη
Werkswohnung
κατοικία εργαζομένων με συμμετοχή του εργοδότη
Werkswohnung
κατοικία που ανήκει σε εταιρεία
Wertsteigerung
αύξηση αξίας
Wertsteigerung
υπεραξία
Wohngebäude
κατοικία
Wohngebäude
κτίριο διαμερισμάτων
Wohnhaus
πολυκατοικία
Wohnhaus
κατοικία
Wohnhaus
κτίριο διαμερισμάτων
Wohnungsbau
πολυκατοικία
Wohnungsbaugesetzgebung
στεγαστική νομοθεσία
Wohnungsbauprämie
στεγαστική επιχορήγηση
Wohnungsbauprämie
στεγαστική επιδότηση
Wohnungsbedarf
οικιακές ανάγκες
Wohnungsbestand
απόθεμα κατοικιών
Wohnungsbestand
στεγαστικό απόθεμα
Wohnungseinheit
μονάδα κατοικίας
Wohnungseinheit
οικιακή μονάδα
Wohnungsfrage
πρόβλημα στέγασης
Get short URL