DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Metallurgy (12725 entries)
l. Direkthaerten : 2. Haerten aus dem Einsatz άμεση βαφή
l. Direkthaerten : 2. Haerten aus dem Einsatz άμεση σκλήρυνση
l. Schnellarbeitsstahl χάλυβας ταχείας κοπής
l. Schnellarbeitsstahl ταχυχάλυβας
Labor für Schutzüberzugstechnologie εργαστήριο τεχνολογίας προστατευτικών επιστρώσεων
Lack επίχριση καλουπιού
Lack επένδυση καλουπιού
Lackieren επιβερνίκωση
Lackierung βερνίκωμα
lackkaschieren λαμινάρω με λάκα
Lackkaschierung λαμινάρισμα με λάκα
Ladung κύκλος φορτίων
laengenverlust συνολική συρρίκνωση του ενός στοιχείου συγκόλλησης
Laengenzugabe συνολική προβλεπόμενη ανοχή μήκους εξαρτήματος για συγκόλληση
Laengenzugabe beim Abbrennen προβλεπόμενη ανοχή μήκους για την απώλεια λόγω τήξεως από το τόξο του άκρου του ενός προς συγκόλληση εξαρτήματος
Laengenzugabe beim Stauchen προβλεπόμενη ανοχή μήκους για την απώλεια λόγω περιμετρικής διογκώσεως του άκρου του τεμαχίου προς συγκόλληση
Laengenzugabe beim Vorwaermen προβλεπόμενη ανοχή μήκους για την προθέρμανση στο κάθε εξάρτημα
Laengs-Brennschneidmaschine μηχανή κοπής με φλόγα οξυγόνου για κατά μήκος κοπές
Laengs-Brennschneidmaschine μηχανή φλογοκοπής για κατά μήκος κοπές
Laengsdehnung διαμήκης επιμήκυνση